ειρηνόφιλος

ειρηνόφιλος
-ο
αυτός που αγαπά την ειρήνη και ενεργεί για την αποκατάσταση ή τη διαφύλαξή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Νικόλ. Ι. Σαρίπολο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ειρηνόφιλος — η, ο ο φίλος της ειρήνης, αυτός που εργάζεται για την ειρήνευση και ενάντια στον πόλεμο, ο φιλειρηνικός, ο ειρηνιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόλεμος — η, ο (AM ἀπόλεμος, ον) όποιος δεν έχει γνωρίσει τον πόλεμο, δεν έχει πολεμήσει νεοελλ. ακατάλληλος για πόλεμο αρχ. 1. ειρηνόφιλος 2. αήττητος, ακαταμάχητος …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • φιλειρηνικός — ή, ό / φιλειρηνικός, ή, όν, ΝΜ [φιλείρηνος] αυτός που αγαπά την ειρήνη, ειρηνόφιλος νεοελλ. αυτός που αποβλέπει στην διασφάλιση τής ειρήνης («φιλειρηνική κίνηση») …   Dictionary of Greek

  • Γουόλπολ, Ρόμπερτ — (Sir Robert Walpole, Χάουτον, Νόρφολκ 1676 – Λονδίνο 1745). Άγγλος πολιτικός. Αρχηγός του κόμματος των Γουίγκς, υπήρξε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας από το 1721 έως το 1742. Η διακυβέρνησή του, αν και χαρακτηρίστηκε από εκτεταμένη… …   Dictionary of Greek

  • Λάχης — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός. Ήταν γιος του Μελανώπου και καταγόταν από τον δήμο Αιξωνής. Χαρακτηριζόταν ως ειρηνόφιλος και εχθρός των δημαγωγών. Το φθινόπωρο του 427 π.Χ. μετέβη στη Σικελία ως επικεφαλής μοίρας του αθηναϊκού στόλου για να… …   Dictionary of Greek

  • Μαξιμιλιανός — I (Maximilian). Όνομα αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (Νόισταντ Βιέννης 1459 – Βελς 1519). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους (1493 1519). Ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Φρειδερίκου… …   Dictionary of Greek

  • Ποτέμκιν, Γκριγκόρι Αλεξάντροβιτς — (Kυβερνείο του Σμολένσκ 1739 – κοντά στο Nικολάγεφ 1791) (σωστή προφορά: Ποτιόμκιν). Ρώσος πολιτικός. Αφού ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα, πήρε πιθανότατα μέρος στο πραξικόπημα που έδωσε τον θρόνο στην Αικατερίνη B’, η οποία του προσέφερε… …   Dictionary of Greek

  • Φορντ, Χένρι — (Ford, Γκρίνφιλντ, Μίσιγκαν 1863 – Ντίαρμπορν, Μίσιγκαν 1947). Αμερικανός βιομήχανος, πρωτοπόρος της βιομηχανίας αυτοκινήτων. Γιος Ιρλανδών αγροτών μεταναστών, εγκαταστάθηκε το 1879 κοντά στο Ντιτρόιτ και ακολουθώντας την κλίση του έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”